Η ΕΠΑΡΧΙΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ… δεν σωπαίνει ποτέ
Μανίνα Ζουμπουλάκη
Στα τέλη των ‘90ς πήρα συνέντευξη για κάποιο περιοδικό από τους σχεδιαστές μόδας Deux Hommes, Δημήτρη Αλεξάκη και Γρηγόρη Τριανταφύλλου. Ήτανε ανερχόμενοι τότε σχεδιαστές από τη Θεσσαλονίκη σε μια Αθήνα που ξεχείλιζε από lifestyle . Ο Δημήτρης μού είπε πάνω στην κουβέντα πολύ πολύ απλά: «Μεγάλωσα στην Κεραμωτή, αποκλείεται να το ξέρεις το μέρος, είναι απέναντι από τη Θάσο!».
Επειδή μεγάλωσα στην Καβάλα, την ξέρω πολύ καλά την Κεραμωτή –είναι το μικρό λιμάνι από όπου παίρνεις φέριμποτ για να πας στη Θάσο, όντως. Πρόσφυγες ψαράδες από τη Μικρά Ασία εγκαταστάθηκαν εκεί το '22, επειδή η θάλασσα είχε πολύ ψάρι –το κατεβάζει (ακόμα) το ρεύμα από τον Εύξεινο Πόντο.
Έχει μια τεράστια άσπρη παραλία, τύφλα να 'χει η Καραϊβική, με νερά που βαθαίνουν απότομα έτσι που το φέρι περνάει με άνεση δέκα μέτρα από την αμμουδιά. Είναι μικρό μέρος όντως και στις δεκαετίες του ’60-’70 ήταν ακόμα μικρότερο –άρχισε να αναπτύσσεται στα '70ς που εδραιώθηκε η γραμμή Κεραμωτή-Θάσος κι ανέβηκε η τουριστική κίνηση στο νησί.
Δεν έχουν σημασία όλα αυτά (καλά, με την ευρύτερη έννοια, τίποτε δεν έχει σημασία…). Είχα εντυπωσιαστεί, στη συνέντευξη, από την απλότητα με την οποίαν ένας διάσημος σχεδιαστής μόδας μιλούσε για την καταγωγή του. Που ήταν κι αυτή απλή όπως των μισών «Αθηναίων» που κινούνταν στα περιοδικά, στα ΜΜΕ, στις Τέχνες, στη Μόδα, στο styling και στα καλά σαλόνια επίσης, τη δεκαετία του '90.
Όπως και η δική μου καταγωγή –«αριστοκρατία» δεν υπάρχει στην Ελλάδα, δέκα-είκοσι παλιές οικογένειες με πεντιγκρί είναι οικογενειοκρατία, όχι θυρεός. Η «καλή οικογένεια» από το Κολωνάκι, άντε κι από τα (χαμηλά…) Βόρεια Προάστια, είναι απλώς μια οικογένεια ο προπάππος της οποίας έβγαλε λεφτά είτε ως δικηγόρος είτε ως κατσικοκλέφτης, άμα πάμε πιο πίσω.
Γιατί αν ήτανε καθηγητής, δάσκαλος, επιστήμονας, ερευνητής, ακόμα και καλλιτέχνης, λεφτά δεν έβγαζε κανένας στην Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα…. Ένυγουεη. Κανένας δεν έλεγε ότι είναι από την Κεραμωτή στα '90ς, ούτε στα ‘00ς, ούτε και σήμερα ακόμα: το να είσαι επαρχιώτης με τη βούλα (σε μια Ελλάδα που είναι όλη μαζί επαρχία!) θεωρείται μειωτικό.
Συνδυάζεται με φτώχεια, μιζέρια, περιθωριοποίηση, στενομυαλιά, ενδογαμία, ημιμάθεια, κακούς τρόπους «της επαρχίας», όλα.
Δεν το έχω καταλάβει ποτέ. Ξέρω ανθρώπους που γεννήθηκαν σε χωριό, ήρθαν στην Αθήνα (συχνά μέσω σπουδών στην Ιταλία), έγιναν Αθηναίοι, αλλά μέσα τους είναι χωριάτες φρικτοί, πιο στενόμυαλοι από τους προγόνους τους που είχανε στάνη. Ξέρω άλλους που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και έζησαν στην Αθήνα (επίσης μέσω σπουδών στα ξένα) κι είναι εξίσου επαρχιώτες με τους προηγούμενους, τους χωριάτικης καταγωγής.
Τέλος, ανθρώπους σε χωριά που είναι άρχοντες ή από χωριά που ζούνε στην Αθήνα και είναι άρχοντες. Το ίδιο με τον Δημήτρη εκτίμησα κάποτε τον ηθοποιό Γιώργο Καραμίχο όταν μου είπε, ενώ ήτανε φίρμα, ότι μικρός έβοσκε πρόβατα στο χωριό του. Το πού γεννήθηκες και μεγάλωσες δεν είναι αυτό που μετράει.
Το πού είσαι μέσα στο κεφάλι και στην ψυχή σου μετράει. Και πάλι, όχι στενά, σαν τόπος, αλλά σαν κατάσταση. Τα παιδιά που μεγαλώσαμε στην ελληνική επαρχία στα '50ς, '60ς, '70ς, άντε και στα '80ς… παίξαμε πολύ στην ύπαιθρο, φάγαμε τα γόνατά μας σε αλάνες, πέσαμε στη θάλασσα με τα ρούχα, κάναμε εκδρομές σε ραχούλες και πρώτα σεξ πλάι σε ποτάμια/ρέματα/λιμανάκια.
Τώρα που το σκέφτομαι, και τα παιδιά της Αθήνας στις ίδιες δεκαετίες, παρόμοια πράγματα κάνανε. Μάθαινες ξένες γλώσσες επειδή σε πίεζαν από το σπίτι, καμιά φορά κι επειδή η γιαγιά σου μιλούσε τούρκικα ή γαλλικά: οι πρόσφυγες εκτός από ελληνικά και τούρκικα μιλούσανε τουλάχιστον άλλη μια γλώσσα, όσοι ήτανε αστοί το περνάγανε στα παιδιά τους με επιμονή…
«Όσοι ήτανε αστοί» είναι μεγάλη κουβέντα. Έμποροι, δάσκαλοι, γιατροί, φαρμακοποιοί, μηχανικοί, έβλεπαν ότι «τα ξένα» ήτανε απαραίτητα εφόδια και όχι μόνο για τα ξένα. Στα βουνά οι βοσκοί, οκέυ, δεν το σκεφτόντουσαν, ούτε στη θάλασσα οι ψαράδες.
Οι ξένες γλώσσες δηλαδή, άμα το τραβήξουμε, δείχνουν την καταγωγή του ‘Έλληνα ως προς την αστική ή μη παράδοση της φαμίλιας του. Κι αυτό δεν ισχύει απόλυτα: μπορείς να μάθεις μία ή περισσότερες ξένες γλώσσες στα 30 σου, και καλά θα κάνεις. Ζεις σε πόλη με τρεχούμενο νερό και όχι σε χωριό με βρύση στην πλατεία απ' όπου κουβαλάει η μάνα σου νερό σε κουβάδες ('40ς-'60ς, και στον «Τομ Σώγερ» επίσης).
Άρα πλένεσαι συχνά. Ξέρεις τα γνωμικά («Δώσε αέρα στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι» κ.λπ. κ.λπ.). Έχεις ταξιδέψει στο εξωτερικό, έχεις σπουδάσει, έχεις διαβάσει βιβλία. Δεν είσαι πια χωριάτης κι ας μεγάλωσες στα όρη και στα βουνά. Εκτός κι αν έχεις μείνει γκάγκανος χώριατος τραχανοτρίφτης μέσα σου κι απλώς φοράς ένα καλό κοστούμι μιλώντας σωστά Εγγλέζικα: τότε είναι που δεν παραδέχεσαι ότι μεγάλωσες σε χωριό.
Ή μάλλον, τότε είναι που σε χαλάει τόσο η καταγωγή σου ώστε προσπαθείς να την κρύψεις. Που είναι και τρομερά ντεμοντέ δηλαδή…
Η επαρχία μέσα μου; Με κάνει να μην αισθάνομαι ανασφάλεια ή κίνδυνο ή φόβο όταν κυκλοφορώ μέρα ή νύχτα στην πόλη. Γιατί δεν τα συνήθισα αυτά τα συναισθήματα από τα παιδικά μου χρόνια στην Καβάλα. Με κάνει να περπατάω χιλιόμετρα (η Καβάλα είναι όλο ανηφόρες) και να περνάω με τα πόδια τις στάσεις περιμένοντας "το αστικό".
Με κάνει να ενδιαφέρομαι για τους άλλους και να είμαι σε γενικές γραμμές ευγενικό άτομο: στην επαρχία όλοι ξέρουνε ποιανού παιδί είσαι, τους ξέρεις όλους και άμα μαλώσεις με κάποιον το μαθαίνει όλος ο κόσμος, μαζί και το σόι σου. Οπότε, η επαρχία με κάνει κουλ.
Μυστήρια, επίσης, γιατί δεν θέλω να ξέρουν τα πάντα για μένα, και εντάξει στις δουλειές μου. Όλα αυτά τα κάνει η επαρχία μέσα μου. Και δεν με χαλάει καθόλου.
Comments