ΑΝΤΩΝΑΡΟΣ ΦΟΡ ΕΒΕΡ Γνωριστήκαμε με τον Μάνο Αντώναρο την αμαρτωλή δεκαετία του ’80, ήρθε διευθυντής στο περιοδικό «Ρομάντσο», όπου έγραφα μια στήλη. Στις περικοπές, τρείς μήνες μετά, με απέλυσε και πήγα να του ζητήσω τα ρέστα. Δεν έφταιγε αυτός τελικά, έμοιαζε έκπληκτος και ντροπαλός, δεν ήτανε καθόλου σαν διευθυντής, μετά τα πρώτα πέντε λεπτά διαμαρτυρίας (δικιάς μου) αρχίσαμε να μιλάμε λες και γνωριζόμασταν χρόνια.
Με κάποιαν τα είχε εκείνη την εποχή, και μάλιστα επώνυμη, και με κάποιον τα είχα εγώ, επειδή ήμασταν μικροί και τα είχαμε συνέχεια με κόσμο, μερικές φορές μαζεμένο(ν). Γελάσαμε πολύ, ποιος ξέρει γιατί. Τα τέλεια σκίτσα του μπαμπά του του Αρχέλαου ήτανε η εικονογράφηση της στήλης, που ως τώρα ήτανε «μου» αλλά από δω και πέρα δεν θα την έγραφε κανείς. «Να σκεφτείς πόσο μου αρέσει ο μπαμπάς σου», του είπα. «Εμένα να δεις πόσο μου αρέσει ο μπαμπάς μου!» απάντησε.
Τέλος πάντων έφυγα από το «Ρομάντσο» -όχι παρεξηγημένη-, συναντηθήκαμε μετά με τον Μάνο σε κάτι πάρτι, με όλο το χαζολόγημα των ΄80ς, σε μπαρ και κλαμπ και συναυλίες, πάντα πολύ γέλιο… και… έπεσα σε μια κακή φάση που είναι μεγάλη ιστορία να την εξηγήσω εδώ, τον πέτυχα μια μέρα στο δρόμο.
«Κάπου πρέπει να μείνω 2-3 μέρες», του είπα, «είναι μεγάλη ιστορία, πού να σ' την εξηγήσω εδώ», και μου απάντησε «Μη μου εξηγείς τίποτα, πάρε το κλειδί του σπιτιού μου να πας να μείνεις όσο θέλεις!».
Δεν ξέρω γιατί δεν με απασχόλησε το πού θα έμενε ο ίδιος ο Μάνος τη μια εβδομάδα, τελικά, που κατέφυγα ή κρύφτηκα στο ωραίο, φωτεινό διαμέρισμά του στο Κολωνάκι. Μετά από χρόνια μου είπε ότι έμεινε σε μια κοπέλα, ή/και στον αδερφό του, αλλά ήταν ετεροχρονισμένη η ερώτηση, το 2000 περίπου, «ρε Μάνο, τότε που μου έδωσες το σπίτι σου, το ΄87 ή ΄89, εσύ πού σκατά πήγες;».
Την ιστορία τη γράφω για να δείτε πώς ήτανε ο Μάνος, τι σόι άνθρωπος: δεν ήμασταν κολλητοί, μια χαλαρή παρέα, ένας καφές ή μια μπίρα πότε πότε, και μου έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού του.
Σου έδινε και το βρακί του χωρίς λόγο, επειδή σε συμπαθούσε, επειδή τον πετύχαινες σε καλή στιγμή, χωρίς να περιμένει κάτι από σένα, για πλάκα. Με τον ίδιο τρόπο έδινε βοήθεια, συμβουλές, συμπαράσταση, χρόνο –ό,τι χρειαζόσουν, και όχι απαραίτητα ό,τι του περίσσευε.
Μετακόμιζε συχνά, θυμάμαι διάφορα σπίτια του, ένα υπέροχο κοντά στην Ακρόπολη με μια γάτα που μας κοίταζε πολύ περίεργα, θυμάμαι ένα βράδυ σε αυτό το σπίτι με τον Γιώργο Παυριανό να του «παίζουμε» το μιούζικαλ που είχαμε γράψει κι ο Μάνος να το τραβάει ταινία με μια κάμερα, προ υπερσύγχρονων κινητών, και να είμαστε πάρα, μα πάρα λέμε πάρα πολύ λιώμα και οι τρεις, μέχρι και η γάτα δηλαδή να κάνει ντρίμπλες στον καναπέ.
Είναι σπαστικό να θυμάσαι λεπτομέρειες, συζητήσεις, αναλύσεις, ώρες ολόκληρες που πέρασες με έναν άνθρωπο κι έπειτα να σου’ ρχεται σαν ταμπλάς η συνειδητοποίηση ότι ο άνθρωπος δεν ζει πια, συνεχίζεις να έχεις αισθήματα γι αυτόν, απλώς δεν είναι εδώ.
Μερικές φορές κοιτάω το όνομά του στο κινητό μου. Κι αυτό δεν ξέρω γιατί το κάνω.
Α, ναι. Κάποτε λέγαμε ότι έτσι και κοιτάξω το όνομά του, χτυπάει το τηλέφωνο και είναι ο Μάνος, χαχαχα. Κοιτάξτε, είναι μαλακίες όλα αυτά. Δεν δίνουν σωστή εικόνα του ανθρώπου, τον αδικώ δηλαδή, εκτός που τρέχει η μύτη μου τώρα που γράφω και τα μάτια μου και όλα.
Ήταν εξαιρετικό παιδί ο Μάνος, και αγαπημένο, και αξιαγάπητο. Ιδιόρρυθμος όπως όλοι μας, τρελός, πρωτοπόρος σε πολλά πράγματα… είχε κουφό χιούμορ, μια ευκολία να παίρνει φόρα, να ενθουσιάζεται, να ονειρεύεται και να παίρνει φωτιά.
Τον πέτυχα μια μόνο φορά θυμωμένο, ήταν τρομερός, κατακόκκινος, φώναζε και χτυπιόταν… και άλλαξε όλο το σκηνικό με ένα σαχλό αστείο που είπε κάποιος, εν τη αμηχανία του μπροστά στον θυμό του Μάνου. Και έβαλε τα γέλια, ο θυμός εξατμίστηκε, βάλαμε όλοι τα γέλια.
Τι να πω, ρε παιδιά; Ο,τι και να πω είναι λειψό, λόγια στον αέρα, κούφια γράμματα. Εχω φωτογραφίες στο μυαλό μου, και ηχητικά κλιπάκια του Μάνου, ολόκληρες σκηνές, ιστορίες που δεν τελειώνουν, κι εσείς που δεν τον γνωρίσατε, είναι κρίμα, θα τον συμπαθούσατε αμέσως, θα τον λατρεύατε μετά από πέντε λεπτά.
Εγραφε καταπληκτικά, ζωηρά και ειλικρινή κείμενα, σαν εικοσάχρονος. Αγαπούσε πάααααααρα πολύ τα παιδάκια του, και τη μαμά του, και τον αδερφό του, και τους φίλους του. Είχε την πιο μεγάλη, ανοιχτή, γενναιόδωρη, σπουδαία καρδιά…
Το κόβω εδώ και πάω να κοιτάξω πάλι το όνομά του στην οθόνη του κινητού μου. Ποτέ δεν ξέρεις. Ακόμα κι όταν ξέρεις.
Comments